ῥηγεύς

ῥηγεύς
ῥηγεύς
dyer
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ρηγεύς — και ῥαγεύς και ῥεγεύς και ῥογεύς, έως, ὁ, Α βαφέας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ῥεγ εύς έχει σχηματιστεί από το θ. ῥεγ τού ῥέζω*(ΙΙ) «βάφω» (< *ῥέγ jω) με επίθημα εύς (πρβλ. παγ εύς). Παράλληλα με τον τ. ῥεγεύς, μαρτυρούνται και οι τ.: ῥαγεύς (πρβλ. και λ.… …   Dictionary of Greek

  • ῥηγεῖς — ῥηγεύς dyer masc acc pl ῥηγεύς dyer masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ραγεύς — ὁ, Α βλ. ῥηγεύς …   Dictionary of Greek

  • ρεγεύς — έως, ὁ, Α βλ. ῥηγεύς …   Dictionary of Greek

  • ρογεύς — ὁ, Α βλ. ῥηγεύς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”